- Bestimmung
- Bestimmung<-, -en> f1. (Festsetzung) καθορισμός m, προσδιορισμός m,• der Zuständigkeit (JUR) προσδιορισμός της αρμοδιότητας,• der Leistung durch eine Partei/einen Dritten (JUR) προσδιορισμός της παροχής από ένα διάδικο/έναν τρίτο2. (Vorschrift) κανονισμός m, διάταξη f,• gesetzliche en νομικές διατάξεις,• nach den geltenden en σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις/τους ισχύοντες κανονισμούς,• vertragliche/zwingende en συμβατική/αναγκαστική ρύθμιση3. (Zweck, Berufung) προορισμός m,• der Bürgermeister übergab die neue Brücke ihrer ο δήμαρχος εγκαινίασε την καινούργια γέφυρα4. (PHILOS: eines Begriffes) ορισμός m5. (PHYS: von Werten) μέτρηση f6. (BIO: von Pflanzen) ταξινόμηση f7. (LING) προσδιορισμός m,• eine attributive ένας επιθετικός προσδιορισμός8. (Schicksal) πεπρωμένο nt, μοίρα f
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.